- στερεύω
- (αόρ. εστέρεψα) αμετ.1) становиться бесплодным; подвергаться оскоплению; 2) высыхать; иссякать;
§ στερέψανε τα μάτια μου — я выплакал(а) все глаза
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ στερέψανε τα μάτια μου — я выплакал(а) все глаза
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στερεύω — στερεύω, στέρεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στερεύω — και στειρεύω στέρεψα, ξεραίνομαι, σταματώ να χύνω κάτι: Στέρεψαν όλες οι πηγές από την ανομβρία. – Στέρεψαν τα μάτια μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στερεύω — και στειρεύω Ν 1. (αμτβ.) σταματώ να ρέω, ξεραίνομαι («στέρεψε η πηγή») 2. (σπάν. μτβ.) (σχετικά με υγρό) χύνω ώσπου να εξαντληθεί, στεγνώνω («άσε τον οίκτο τότε τον ανθρώπινο / τα ταπεινά του δάκρυα να στερέψη», Πορφύρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. στειρεύω… … Dictionary of Greek
αποστερεύω — (για πηγή κ.λπ.) στερεύω εντελώς … Dictionary of Greek
αποστύφω — ἀποστύφω (AM) κάνω κάτι να στερέψει αρχ. 1. σουφρώνω τα χείλη (όπως όταν δοκιμάζω κάτι στυφό) 2. ( ομαι) παύω να ρέω, στερεύω … Dictionary of Greek
αποτηγανίζω — (AM ἀποτηγανίζω) νεοελλ. τελειώνω το τηγάνισμα αρχ. μσν. ( ομαι) βασανίζομαι φριχτά μσν. στεγνώνω, στερεύω αρχ. τρώω απ το τηγάνι … Dictionary of Greek
αποφρύγω — (Μ ἀποφρύγω) 1. φρύγω, ξεραίνω εντελώς 2. ( ομαι) (για πηγές, ποτάμια κ.λπ.) στερεύω … Dictionary of Greek
εκσβέννυμι — ἐκσβέννυμι (AM) 1. σβήνω τελείως, αποσβήνω 2. ξεραίνομαι, στερεύω 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) εξεσβηκώς αυτός που έχει ξεραθεί εντελώς, που έχει στερέψει … Dictionary of Greek
επιλείπω — ἐπιλείπω (Α) 1. αφήνω, εγκαταλείπω 2. παθ. υστερώ, υπολείπομαι («ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῡ», Πλάτ.) 3. αφήνω κάτι άθικτο («ὡς οὔτε τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδὲν οὔτε τῶν φίλων», Πλάτ.) 4. δεν επαρκώ, λείπω («γλαῦκες ὑμᾱς οὔποτ’ ἐπιλείψουσι»,… … Dictionary of Greek
καταφρύγω — AM, Α και καταφρύσσω και καταφρύττω μέσ. καταφρύγομαι ξηραίνομαι τελείως μσν. μέσ. καταφρύγομαι (για νερό) στερεύω αρχ. 1. (για κεραυνό) αποτεφρώνω, κατακαίω 2. (για ασθένειες) προκαλώ πλήρη εξάντληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φρύγω «ψήνω, καίω»] … Dictionary of Greek
σπανίζω — ΝΑ [σπάνις] είμαι σπάνιος, λιγοστός, υπάρχω σε μικρή ποσότητα («αυτό το είδος φυτού σπανίζει στην χώρα μας») νεοελλ. συμβαίνω σπάνια («τέτοια φαινόμενα σπανίζουν στις μέρες μας») αρχ. 1. (ενεργ. και παθ.) (για πρόσ.) έχω ανάγκη ή έλλειψη από κάτι … Dictionary of Greek